ξεγνέθω

ξεγνέθω
και ξενέθω
1. σταματώ το γνέ
σιμο, παύω να κλώθω («ήρθες ύπνε... πάρε σκαμνί και κάτσε, να γνέσω, να ξεγνέσω», δημ. τραγούδι)
2. χαλώ το γνέσιμο
3. μτφ. (για τις Μοίρες) μεταβάλλω το πεπρωμένο, αλλάζω την ειμαρμένη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεγνέθω — και ξενέθω ξέγνεσα, παύω να γνέθω, τελειώνω το γνέσιμο, το κλώσιμο: Πάρε σταμνί και κάτσε, να γνέσω να ξεγνέσω (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”