- ξεγνέθω
- και ξενέθω1. σταματώ το γνέσιμο, παύω να κλώθω («ήρθες ύπνε... πάρε σκαμνί και κάτσε, να γνέσω, να ξεγνέσω», δημ. τραγούδι)2. χαλώ το γνέσιμο3. μτφ. (για τις Μοίρες) μεταβάλλω το πεπρωμένο, αλλάζω την ειμαρμένη.
Dictionary of Greek. 2013.